- ὑποχειρογραφέω
- ὑποχειρογρᾰφέω,A sign,
ὅρκος ὃν ὤμοσεν καὶ ὑπεχειρογράφησεν PTheb.Bank11.1
,19(ii B.C.), PTeb.811.11 (ii B.C.); written [pref] ὑποχυρ-, Dura6 432 (iii A. D.):—[voice] Pass., PMeyer6.25 (ii B. C.), POxy.1473.38 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.